Τα πρωινά ξυπνάμε νωρίς για να δούμε το κορίτσι με το μαύρο άλογο. Πρώτα ακούμε από μακριά τον αργό καλπασμό κι έπειτα φανερώνονται κι οι δυο. Αγέρωχο και κάπως άγριο το κορίτσι επάνω στο άλογο. Περνούν από τον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς, στρίβουν σε έναν κάθετο και βγαίνουν στη θάλασσα. Τα πέταλα στην άσφαλτο, φυσικό ηρεμιστικό, αναλγητικό.
Τους νεκρούς τους θάβουν αμέσως: την επόμενη του θανάτου τους. Σήμερα κηδεύεται ο πατέρας του κοριτσιού. Πέρασε όμως και σήμερα με το άλογό της. Όπως κάθε πρωινό σέλωσε, έβαλε το κράνος της, χάιδεψε τη χαίτη του και ξεκίνησε για τη θάλασσα. Το άλογο λέγεται Ντάρκο. Τον είχε κερδίσει ο πατέρας της στα χαρτιά, αλλά αυτό, το κορίτσι δεν το γνωρίζει. Τον ιππεύει για να τον δαμάσει κι επειδή της τον χάρισε ο πατέρας της. Η βόλτα με τον Ντάρκο της είναι πιο απαραίτητη απ’ τον θάνατο.
Η μάνα της δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα τέτοιο πλάσμα. Τον κοιτάζει από μακριά, με δέος. Καμιά φορά παραπονιέται για τις κοπριές που μαζεύουν μύγες δίπλα στα ρόδα ‒ζέχνουν. Άλλες φορές μουρμουρίζει, σκέφτεται ν’ αφήσει την εξώπορτα ανοιχτή ή να φύγει η ίδια. Τις περισσότερες φορές σωπαίνει, καταπίνει το σάλιο της. Έπειτα επιστρέφει στην κουζίνα και όλο και κάποιο λαχανικό θα καθαρίσει. Φυλάει κάποια καρότα για τον Ντάρκο. Σήμερα δε φύλαξε· ετοιμάζεται για την κηδεία. Δεν κλαίει. Ακούει τον καλπασμό και ηρεμεί· μέχρι αυτός να σβήσει από τ’ αυτιά της.
Οι καμπάνες χτυπούν.
Just a peek through the curtain, I wanna see more paradise!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
You personify motivation. Where have you been when I most needed you? 😉😍
Μου αρέσει!Μου αρέσει!